Στεφάνια — Ορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρτερών … Dictionary of Greek
στεφάνια — στεφάνιον gratuity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίας — στεφανίᾱς , στεφανίας masc acc pl στεφανίᾱς , στεφανίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστεφής — ές, ΜΑ μσν. αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια 2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.) 3. αυτός που έχει συστραφεί με… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κότινος — Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την … Dictionary of Greek
πρωτομαγιά — Η μόνη ελληνική λαϊκή γιορτή που δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Είναι η πρώτη ημέρα του Μαΐου, που γιορτάζεται και από την παραμονή. Την Π. πωλούνται και στεφάνια από άνθη. Παλαιότερα, τα στεφάνια αυτά τα έπλεκαν με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων,… … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek